- λεπτουργώ
- (AM λεπτουργῶ, -έω) [λεπτουργός]1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ.)αρχ.λεπτολογώ, ασχολούμαι με λεπτομέρειες ή περιγράφω λεπτομερώς (α. «νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῑν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾱς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῑν», Ιουλ.).
Dictionary of Greek. 2013.