λεπτουργώ

λεπτουργώ
(AM λεπτουργῶ, -έω) [λεπτουργός]
1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα
2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ.)
αρχ.
λεπτολογώ, ασχολούμαι με λεπτομέρειες ή περιγράφω λεπτομερώς (α. «νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῑν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.
β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾱς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῑν», Ιουλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτουργώ — λεπτούργησα, κατεργάζομαι το ξύλο ή το μέταλλο φτιάχνοντας λεπτουργήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεπτούργητος — η, ο [λεπτουργώ] αυτός που δεν λεπτουργήθηκε, δεν υποβλήθηκε σε λεπτή κατεργασία …   Dictionary of Greek

  • λεπτούργημα — το λεπτοτέχνημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργῶ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτουργήματα από το 1844 στον Ι. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • τορεύω — ΝΑ 1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ. β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.) 2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”